- χορωνός
- χορωνός, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χορωνός — ὁ, Α (ποιητ. τ.) είδος στεφάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κορώνη «είδος στεφάνου» με συμφυρμό] … Dictionary of Greek
χορωνῷ — χορωνός crown masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορωνόν — χορωνός crown masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρικόρωνος — ον, Α αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια τής κουρούνας, ο πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρωνος (< κορώνη «κουρούνα»), πρβλ. τετρα χόρωνος] … Dictionary of Greek