χορωνός

χορωνός
χορωνός, ,
A = κορώνη (11.6), crown, Simon.174 (ap.Ath.15.680d).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χορωνός — ὁ, Α (ποιητ. τ.) είδος στεφάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κορώνη «είδος στεφάνου» με συμφυρμό] …   Dictionary of Greek

  • χορωνῷ — χορωνός crown masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορωνόν — χορωνός crown masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικόρωνος — ον, Α αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια τής κουρούνας, ο πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρωνος (< κορώνη «κουρούνα»), πρβλ. τετρα χόρωνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”